Τό θέμα, πού ὁμολογῶ πώς ἀπό παιδί μέ πλήγωνε, εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ἀναίτιου καί πρόωρου χαμοῦ τῶν ἀνθρώπων, τό ἀναπάντεχο τοῦ θανάτου, ὁ ἐπώδυνος καί μαρτυρικός τρόπος τῆς ἐξόδου πολλῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τή ζωή, παρά τίς ὅσες γιά «ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά τέλη» ἱκεσίες Τόν εἴχαμε ἀνά τούς αἰῶνες παρακαλέσει.
Μεγαλώνοντας βέβαια καί παίρνοντας μυρουδιά ἀπό τά τεκταινόμενα στήν παγκόσμια ἱστορία, ἀκόμα βασανιστικότερο γινόταν γιά μένα καί τό θέμα τῆς διαφαινόμενης ἀπουσίας καί σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, ὅταν οἱ δίκαιοι ἀφανίζονται καί ἡ ἠχώ τῶν κραυγῶν τους πολλαπλασιάζεται ἀνατριχιαστικά μέσα σ’ ἕνα βουβό κενό. Ὅταν ὁ Θεός παρακαλεῖται νά ἐπέμβει καί δέν τό κάνει. Ὅταν κάποιοι πού ὑποφέρουν Τοῦ φωνάζουν καί ὁ οὐρανός σιωπᾶ.
Ὀκτώ κινηματογραφικές ταινίες σέ θεολογική παρακολούθηση, μέ θέμα τους αὐτό τό βασανιστικό ζεῦγος τῆς ἀπώλειας καί ἀπουσίας, τῶν ἀγαπημένων ἀδελφῶν καί τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα. τό ζεῦγος πού πάντα θά μᾶς στοιχειώνει.
Τά δάκρυα, στοιχεῖο σωματικό ἀλλά καί σημεῖο πνευματικό, διαρρέουν ὅλη τήν ὑπόστασή μας καί ἐκφράζουν τά ἀνείπωτα. ὅσα ὁ λόγος καί οἱ λέξεις ἀδυνατοῦν νά μεταφέρουν. Πάντοτε κλαῖμε. στήν ὑπέρτατη χαρά καί στήν πιό ἀβάσταχτη θλίψη. Πάντοτε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ὑπερβαίνει ἀλλά καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀπουσίας Του θά μᾶς κατακλύζει. Τό περίσσευμα κι ἀπ’ τά δύο, ὅσο ἀδυνατοῦμε ἐμεῖς νά χωρέσουμε, ὑπερεκχειλίζει.
Μέ τά δάκρυα Σοῦ μιλᾶμε καλύτερα. μέ τά δάκρυα Σέ ἀναζητοῦμε. Μέ τά δάκρυα πιστώνουμε τήν παρουσία Σου μέσα μας καί μέ τά ἴδια δάκρυα σπαράζουμε τήν ἀπουσία Σου.
Οἱ εἰλικρινεῖς πάντοτε θά κλαῖνε. μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο.
Πάντοτε κλαμμένοι μπροστά Σου θά ’μαστε καί τά δάκρυα οἱ ἀποσκευές μας. Μ’ αὐτά θά ξεπλένουμε τό χῶμα ἀπό πάνω μας ἀλλά καί θά ποτίζουμε στάλα-στάλα τήν ἐλπίδα.