Καὶ μὴ μοῦ προβάλεις τὴν ἔνσταση: «Πῶς μπορεῖ τὸ σῶμα νὰ ἀναστηθεῖ πάλι καὶ νὰ γίνει ἄφθαρτο;». Ὅταν ἐνεργεῖ ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ, δὲν χωράει τὸ «πῶς». Καὶ γιατί λέω γιὰ τὸν Θεό; Ἐσένα τὸν ἴδιο σὲ ἔκανε δημιουργό, εἴτε μὲ τὴν σπορά, εἴτε μὲ τὶς τέχνες, εἴτε μὲ τὴν ὕλη καὶ τὰ μέταλλα. Τὰ σπέρματα δὲν γεννοῦν στάχυα, ἂν προηγουμένως δὲν πεθάνουν καὶ σαπίσουν καὶ διαλυθοῦν.
Παρατηρεῖς τὸν κόκκο τοῦ σιταριοῦ νὰ σαπίζει καὶ νὰ διαλύεται, καὶ δὲν ἔχεις καμία ἀμφιβολία ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, ἀπεναντίας ἡ διάλυσή του αὐτὴ ἀποτελεῖ σαφέστατη ἀπόδειξη (γιὰ τὴν ἀνάστασή του). Αὐτὸ νὰ συλλογίζεσαι καὶ γιὰ τὸ σῶμα. Ὅταν βλέπεις τὴ φθορά του, τότε νὰ φιλοσο- φεῖς γιὰ τὴν ἀνάσταση ἀκόμα περισσότερο. Γιατί ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἀναίρεση τῆς φθαρτότητας. Δὲν καταστρέφει τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν φθαρτότητά του.
Τὸ ἴδιο μπορεῖς νὰ παρατηρήσεις ὅτι συμβαίνει καὶ στὰ μέταλλα. Οἱ εἰδικοὶ σ’ αὐτά, παίρνουν τὸ χρυσοφόρο χῶμα, τὸ βάζουν στὸ χωνευτήρι καὶ παρασκευάζουν καθαρὸ χρυσάφι. Ἄλλοι, ἀναμιγνύουν τὴν ἄμμο καὶ ἄλλα ὑλικὰ καὶ κατασκευάζουν καθαρὸ γυαλί. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κατορθώνει ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ; Ἀναλογίσου πῶς σὲ ἔπλασε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μὴν ἔχεις πλέον καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἀνάσταση.
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου,
Περὶ τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως