Μυθιστορηματική αφήγηση μιας αληθινής οικογενειακής ιστορίας
«Το άψυχο σώμα του Γιάννη έφραξε την εξώπορτα. Η Κωστάντω έστεκε από πάνω του αμήχανη αλλά και ανίκανη να το μετακινήσει. Όλα τώρα έμοιαζαν αδύνατα και ακατόρθωτα, λες και η συνέχεια της ζωής της αρνιόταν να υπάρξει. Η Ελένη έκλαιγε ασταμάτητα, αλλά για την Κωστάντω στέρεψαν τα δάκρυα, καθώς αναζητούσε τη συνέχεια· κι αυτή πού είχε εξαφανιστεί! Πουθενά δεν φαινόταν στον ορίζοντα! Μα, κι αυτόν τον ορίζοντα τον είχε χάσει η Αποστολογιαννάκαινα. Κι ας την είχαν για δυνατή, για πανίσχυρη Μαστρογιαννίτισσα. Αυτή την ώρα έμοιαζε σαν ένα μικρό μυρμήγκι, το οποίο εύκολα το ποδοπατάς και εξαφανίζεται!»
«Όταν ο Σπύρος έφθασε στο κτήμα του Μπούμπουλη, βρήκε τη μάνα του στην αυλή του σπιτιού τους να σκάβει. Είχε εκεί μαζί της μία αξίνα, ένα τσαπί, ένα λισγάρι και ένα φτυάρι, και χρησιμοποιούσε πότε το ένα και πότε το άλλο. Ο Σπύρος κατάλαβε πως η μάνα του, έτσι ξαναμμένη και ιδρωμένη όπως ήταν, άνοιγε τον τάφο του πατέρα του. Χωρίς βοήθεια, μόνη, εκτελούσε ένα έργο τραγικό, μακάβριο, που ούτε το περίμενε! Και ήταν χήρα ολίγων ωρών, στα εικοσιοκτώ της, με έξι παιδιά! Έπρεπε όμως να τα κάνει όλα μόνη της, γιατί κανείς δε θα ζύγωνε, κανείς δε θα ήταν πρόθυμος να βοηθήσει. Όλοι τους έπρεπε να γλιτώσουν από τον θανατηφόρο ιό. Αυτόν που έτρωγε δεκάδες ανθρώπους σε κάθε χωριό, χιλιάδες σε κάθε πόλη και εκατομμύρια σ’ ολόκληρο τον κόσμο!»
Για τον ΠΡΟΛΟΓΟ του συγγραφέα, πατήστε εδώ
Για το βιογραφικό του συγγραφέα, πατήστε εδώ