Βιώνοντας τα χρόνια της κρίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρισα πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Στην αρχή της ζωής μου, τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τον χρόνο… κυρίως τον δεύτερο. Και τον κόσμο και τον χρόνο τότε, τον ράβαμε στα μέτρα μας. Όπως μας άρεσε, όπως τον θέλαμε, χωρίς πολλή επιρροή και επίδραση… μόνο με δράση και αντίδραση. Μακραίναμε τον χρόνο, προσθέταμε λεπτά στην ώρα, ώρες στην ημέρα, ημέρες στα χρόνια μας, ουσία στη ζωή μας. Εκτιμούσαμε το ελάχιστο, το λίγο, το αρκετό, το πολύ. Μια πέτρα, ένα μπουκάλι, ένα ξύλο, μια ρόδα, ένα καπάκι, το παραμικρό… μας αρκούσε να παίξουμε, να χαρούμε, να ακονίσουμε το μυαλό μας, να εφεύρουμε. Πέντε λεπτά ήταν αρκετά να μας διασκεδάσουν, να μας χαρίσουν χαμόγελα. Ένα κομμάτι φέτα ή κασέρι, λίγο ψωμί, ένα φρούτο, μας χόρταινε, για να συνεχίσουμε το παιχνίδι όλοι μαζί. Μάθαμε να μοιραζόμαστε, να επικοινωνούμε ζωντανά, να συζητάμε… Ρωτούσαμε τον σκεφτικό, τον στηρίζαμε στη λύπη, συμμετείχαμε στη χαρά του. Σεβόμασταν τον μεγαλύτερο, βοηθούσαμε τον αδύναμο. Επιθυμούσαμε και ζηλεύαμε και επιδιώκαμε… χωρίς φθόνο. Μπορεί να μη χαιρόμασταν, αλλά αποδεχόμασταν την επιτυχία του άλλου, την ικανότητά του και προσπαθούσαμε κι εμείς.