Ο θηρευτής με το δρεπάνι του Άδη θέριζε. Ένας μπάλος γοργός, για μια Πατρίδα που την είχαν λογοδοσμένη με την ημισέληνο. Και στη μέση τα τέκνα της Ιωνίας κι ο Τούρκος ξεθαρρεμένος απ’ τους ξένους και τους συμμάχους, είχε βρει την παραδοσιακή αγριότη.
Η ΑΙΟΛΙΔΑ ΓΗ
ΠΕΦΤΕΙ ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ
… « Βοήθα Παναγιά μου. Στάσου κοντά μας. Σαν είσαι Συ μαζί μας, τίποτε δεν φοβάμαι κι η Μικρασία όπου κι αν βρεθούμε θα’ νε στους μπόγους μας και στις καρδιές μας. Παναγιά μου, Εσύ κρατάς και μας και κείνη κι αν όλοι ενάντια μας πέσουν και σταθούν και την χαλάσουν, προζύμι η αγάπη σου, με αυτό θα την ξαναπιάσουμε και θα ξαναπιαστούμε. »
Tα συντρίμματα των Ελλήνων σέρνουν την ματωμένη ψυχή στην άλλη πληγωμένη Πατρίδα, κείνη του Μέγα Αλέξανδρου και του Σωκράτη και κει έμελλε να ζήσουν πολέμους … πολέμους και εμφυλίους. Οι γειτονιές των παππούδων και των πατέρων μας, μύριζαν πάστρα και μπαρούτι.
Αγάπες, διώξεις, διωγμοί, παραφροσύνη και ανεκλάλητοι στεναγμοί είναι τα αχνάρια που φέρνουν στην ΛΑΒΩΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ.