Νομοκανονικά Ανάλεκτα 5
Τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπασχόλησε επανειλημμένως τὶς σχέσεις μεταξύ νεοελληνικοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, προκαλώντας τὶς περισσότερες φορές ὀξύτατες ἀλλὰ
καὶ ἀδιέξοδες κρίσεις. Ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς πτυχὲς τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ὡς ἡ πλέον ἀμφιλεγόμενη ἀναδείχθηκε ἐκείνη ποὺ ἅπτεται τῶν τίτλων ἰδιοκτησίας τοὺς ὁποίους ἐπικαλοῦνται ἱστορικὰ ἐκκλησιαστικὰ νομικὰ πρόσωπα - κυρίως παλαίφατες μονὲς ἤ ναοί - ἀναφορικὰ μὲ τὰ ἐμπράγματα δικαιώματά τους στὴν ἀκίνητη περιουσία τους.
Συμβολὴ στὴν ἄρση τοῦ πραγματικοῦ αὐτοῦ βιβλιογραφικοῦ κενοῦ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποτελέσει ἡ ἀνὰ χεῖρας μελέτη, ποὺ ἔρχεται νὰ ἀποτινάξει τὴν ἀπὸ ἐτῶν ἄπνοια στὸ ἀνωτέρω πεδίο. Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ βρεῖ, μεταξὺ ἄλλων, σημαντικὰ νομολογιακὰ δεδομένα - ὅπως τὴν περίφημη δικαστικὴ ὑπόθεση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ Κρήτης – ποὺ παρέχουν τροφὴ γιὰ νέους προβληματισμούς, ἀναφορικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀκίνητης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος ἔργου, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σεβαστιανός (κατά κόσμον Βασίλειος) Σωμαράκης γεννήθηκε τό 1978 στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης. Εἶναι ἀπόφοιτος τοῦ Εκκλησιαστικοῦ Λυκείου Τήνου. Τό 2000 ἔλαβε τό πτυχίο τῆς Θεολογίας ἀπό τό Θεολογικό Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἀργότερα πραγματοποίησε στό ἴδιο τμῆμα Μεταπτυχιακές σπουδές στό Κανονικό Δίκαιο ἀπό ὅπου ἔλαβε τό 2004 τόν τίτλο τοῦ Διπλώματος Εἰδικεύσεως
(Master). Ἀπό τό 2006 μέχρι τό 2008 μετεκπαιδεύτηκε στό κανονικό Δίκαιο στό Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης. Εἶναι κληρικός τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, στήν ὁποία χειροτονήθηκε Διάκονος τό 2007 καί Πρεσβύτερος τό 2010 καί ὑπηρετεῖ στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ἰωάννου Κυνηγοῦ Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Τό ἔτος 2012 ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Διδάκτορος ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου, ὅπου ἐκπόνησε διδακτορική διατριβή στό Κανονικό Δίκαιομέ θέμα: «Les relations entre l’Eglise semi-autonome de Crète et l’ Etat grec du point de vu nomocanonique».
Εἶναι ἐπίσης ὑποψήφιος Διδάκτωρ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν καί ὑποψήφιος Ὑφηγητῆς τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου. Ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 2015 εἶναι Γραμματέας τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί παράλληλα ἀσχολεῖται μέ τή συγγραφή μελετῶν Κανονικοῦ Δικαίου