Η λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ως ένα από τα πλέον σύνθετα θρησκευτικά φαινόμενα του αρχαίου κόσμου, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η διερεύνηση του φαινομένου στο πολιτιστικό πλαίσιο που ορίζουν για την εμφάνιση και την ανάπτυξή του οι μακροχρόνιες μυθολογικές και λατρευτικές παραδόσεις της ελληνικής πόλης-κράτους. Υπό το πρίσμα αυτό, εξετάζεται η σημασία του μύθου και της λατρείας προγόνων, επωνύμων ηρώων, οικιστών-ηρώων, επιφανών ιστορικών προσωπικοτήτων για το πολιτισμικό και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους. Ως αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας αυτών των παραδόσεων, εξετάζεται η απόδοση θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο, η ανάδειξη πολιτικών-στρατιωτικών ηγετών της ελληνιστικής περιόδου ως σωτήρων και ευεργετών των ελληνικών πόλεων και η καθιέρωση της λατρείας των ελληνιστικών μοναρχών κατά την ύστερη αρχαιότητα.
Θεωρημένη υπό το πρίσμα αυτό, η αυτοκρατορική λατρεία δεν γίνεται αντιληπτή ως τμήμα μίας επιβεβλημένης από το ρωμαϊκό κέντρο θρησκευτικής πολιτικής, κατ’ επέκταση ως μέσον άσκησης της ρωμαϊκής εξουσίας στους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, η λατρεία του αυτοκράτορα φαίνεται να αναδύεται από τον κόσμο της ελληνικής Ανατολής, ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας, η οποία δίνει απάντηση σε ένα καινοφανές για αυτόν αδιέξοδο. Συγκεκριμένα, η ελληνική πόλη-κράτος, η οποία είχε καλλιεργήσει για αιώνες τα ιδεώδη της ελευθερίας και αυτονομίας, έπρεπε τώρα να αποδεχθεί την νέα της θέση έναντι μιας εξουσίας ξένης προς τις πολιτικές της παραδόσεις και τις φιλοσοφικές της αντιλήψεις. Με την ένταξη του αυτοκράτορα στο παραδοσιακό ελληνικό σύστημα απόδοσης λατρευτικών τιμών σε προσωπικότητες της πόλης, ο ελληνικός κόσμος ικανοποιούσε την αναγκαιότητα για εκλογίκευση, ως εκτούτου για πρόσληψη και αποδοχή της νέας πραγματικότητας. Πρόκειται για μία διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι παραδοσιακοί ανταγωνισμοί μεταξύ των μελών των τοπικών αριστοκρατικών στρωμάτων (elit), αλλά και μεταξύ των πόλεων, υπό το νέο σχήμα της εξασφάλισης ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους της ρωμαϊκής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αυτοκρατορική λατρεία μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα ενός εσωτερικού διαλόγου που έλαβε χώρα μεταξύ της ελληνικής πόλης και της ρωμαϊκής αρχής, ο οποίος συνέβαλε στην ερμηνεία της δεύτερης από την πρώτη με οικείους όρους και, από την άποψη αυτή, κατέστησε δυνατή την ένταξη της δεύτερης στον κόσμο της πρώτης.
Για τα περιεχόμενα του βιβλίου πατήστε εδώ
H Ασπασία Παυλοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Είναι διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου Γερμανίας, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών Βαλκανικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και πτυχιούχος του ως άνω Τμήματος. Εκπόνησε το σύνολο των μεταπτυχιακών σπουδών της ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.).
Από το 1997 έως σήμερα έχει διδάξει σε Πανεπιστήμια της αλλοδαπής και ημεδαπής:
- ως Επιστημονικός Συνεργάτης και, ακολούθως ως Λέκτορας Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορίας και Πολιτισμού στο Τμήμα Βυζαντινολογίας, Βυζαντινής Ιστορίας Τέχνης και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian (1996-1998),
- ως Διδάσκουσα Αρχαίας και Ρωμαϊκής Ιστορίας (Π.Δ. 407/80) στα Τμήματα Φιλολογίας και Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (2006-2013) και στα Τμήματα Φιλολογίας και Ιστορίας-Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2008-2011),
- ως Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό (Σ.Ε.Π.) στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.) (2008-2011).
Έχει συμμετάσχει σε Ερευνητικά Προγράμματα:
- ως Βοηθητικό Επιστημονικό Προσωπικό στο Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian (1993-1996),
- ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Τμήμα Βυζαντινολογίας, Βυζαντινής Ιστορίας Τέχνης και Νεοελληνικών Σπουδών του ΠανεπιστημίουLudwig-Maximilian (1995-1998),
- ως Ερευνητικό Προσωπικό στο Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (1998-2000).
Από το 1998 εργάζεται, επίσης, ως διορισμένη Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Κατά το διάστημα αυτό έχει υπηρετήσει σε σχολεία περισσότερων βαθμίδων και κατηγοριών (γυμνάσια και λύκεια, γενικά, πρότυπα, πειραματικά, αθλητικά, εσπερινά, επαγγελματικά). Έχει διατελέσει:
- μέλος Επιστημονικών Επιτροπών του Υπουργείου Παιδείας,
- μέλος Επιστημονικών Επιτροπών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.),
- συνεργάτης των Π.Ε.Κ. Αθήνας, Πειραιά και περισσότερων Επιστημονικών Ενώσεων σε Προγράμματα Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών.
Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια και ημερίδες, με άρθρα σε συλλογικά έργα και επιστημονικά περιοδικά και είναι συγγραφέας μελετών στις ειδικότητες της Αρχαίας και Ρωμαϊκής Ιστορίας, της Παιδαγωγικής και της Διδακτικής της Ιστορίας.